να έβαφα τα κύματα και το απέραντο ύψωμα
να έπλεκα τον φλοίσβο με νήμα αγιοσύνης
να πνίγονται τα κρίματα κι οι όρκοι σαν πονώ.
να χτίσω τοίχους και να πλάθω αγάλματα
να ορθώσω ολόγυρα μόνο άπεφτα σχολεία
κι άλλο να μη μισεύουν οι άνθρωποι απ’ το φως.
κι όπου σταθώ, όπου βρεθώ κατάρα κι ευχή να γράφω
να σβήνω λέξεις, γράμματα, το άλφα το ωμέγα
κι όλο ακούω και κοιτώ, ποια λέξη φεύγει να την πιάσω.
που σαν φτερουγίσουν λιγάκι τις άκρες τους, φυσάει στο νου
και θεριεύει η φωτιά και καίει τα πρότερα
κανείς να μη βγει ακαψάλιστος απ’ της σκέψης τ’ ανώτερα.
που οι λέξεις καλπάζουν γυμνές στο αμάραντο
και μόνο αν εκείνες θελήσουν, σταματούν μια στιγμή
να δώσουν στους ακούρσευτους, μια στάλα ήλιο να ελπίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου