και τον κόσμο που έκλεινε καιρό στα συρτάρια,
ανοίγει, στολίζει πορφυρές ανασαιμιές
και ντύνει το κορμί της βελούδα, χρυσά
σωπαίνει ο ουρανός, σωπαίνει η ζωή.
Κι όλα θαυμάζουν την αγάπη, εκείνη που γεννιέται
στα κρυφά εκείνη που λυτρώνει.
πετάει ψηλά σ ‘απέραντα ύψη
φέρνει εκείνη τα βράδια που κλαις, τα μαλλιά της μακριά
για να διώξει τον πόνο, να διώξει του φόβου ίσως.
Αφήνει τις πόρτες, τα στόρια ανοιχτά
και φέρνει εκείνη κοντά σου.
Εκείνη το φως, εκείνη τα φτερά του αητού.
που πελώριος στα νερά του σε παίρνει
«μείνε» σου λέει και σ’ αγκαλιάζει
εκείνη το πέταγμα που φοβάσαι να δεις.
Εκείνη τα μάτια τα μάτια του αητού που ατενίζουν
το ταξίδι της ζωή και του φευγιού σου τ’ όνειρο.
και τείχη περνάει χωρίς πίσω ποτέ να γυρίζει.
Εκείνη όπως εσύ, που σαν γίνεις αητός
οι μάντρες στα μάτια σου, πέτρες σπαρμένες φαντάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου