να κάνει του λέξεις το κλάμα και το μαντίλι χαρτί,
είδα του τρύπια τα ρούχα και τα παπούτσια του άδεια
στο μαξιλάρι του πάνω να καίει μία σιωπή.
και στα κεντίδια να ράβουν θεόρατη μιάν απειλή
πάνω στην λάτρα να ρίχνουν, να ρίχνουν τους φόβους
και με χαμένες ελπίδες, να γράφουν περγαμηνή.
όσα όλα τους καίνε, τους πνίγουν, όσα οι άλλοι πετούν
και να γυρεύουν σε τόμους, σε ράφια χιλιάδες βιβλία
να κάνουν τις λέξεις καλύβα, και σπίτι για να κοιμηθούν.
να θυμιατίζουν την γνώση, να λαχταρούν λίγο φως
και μες στον λόγο να βρίσκουν, όσα πετάει ο καιρός
να γίνονται άγιοι, προφήτες, κι ας τους βαφτίσαν τρελούς.
με το αμάραντο βλέμμα, με την αιώνια πνοή
να συνεφέρουν το ψέμα, να μαρτυρούν στη ζωή
και να χαρίζουν σ’ αυτήν, μιάν άλλη, θεόπνευστη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου